- ακρόβυστος
- ἀκρόβυστος, -ον (Α)αυτός που δεν υπέστη περιτομή, αυτός που έχει ακροβυστία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκροβυστία, υποχωρητικά.ΠΑΡ. αρχ. ἀκροβυστῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκρόβυστος — uncircumcised masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρόβυστον — ἀκρόβυστος uncircumcised masc/fem acc sg ἀκρόβυστος uncircumcised neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροβύστου — ἀκρόβυστος uncircumcised masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροβύστους — ἀκρόβυστος uncircumcised masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροβύστων — ἀκρόβυστος uncircumcised masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροβύστῳ — ἀκρόβυστος uncircumcised masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρόβυστε — ἀκρόβυστος uncircumcised masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρόβυστοι — ἀκρόβυστος uncircumcised masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροβυστία — η (Α ἀκροβυστία) το άκρο τού δέρματος τού ανδρικού γεννητικού οργάνου μσν. αρχ. 1. η ύπαρξη ακροβυστίας, το να μην έχει υποστεί κάποιος περιτομή 2. (περιληπτ. στον πληθ.) αυτοί που δεν έχουν υποστεί περιτομή, δηλ. οι εθνικοί, σε αντίθεση με τους… … Dictionary of Greek
ακροβυστώ — ἀκροβυστῶ ( έω) (Α) [ἀκρόβυστος] 1. δεν έχω υποστεί περιτομή, έχω ακροβυστία 2. αφαιρώ την ακροβυστία, κάνω περιτομή … Dictionary of Greek